Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σᾷ πτέρυγι

См. также в других словарях:

  • πτερύγι' — πτερύγια , πτερύγιον anything like a wing. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτέρυγι — πτέρυξ wing fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάινος — και καλλάινος, η, ο και καλ(λ)αγένιος, ια, ιο (Α καλάινος και καλλάινος, η, ον) νεοελλ. κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο αρχ. 1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν*. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου,… …   Dictionary of Greek

  • φτερούγα — Μέλος ή κινητή απόφυση, που επιτρέπει στα πουλιά και σε πολλά έντομα να πετούν. Στα πουλιά οι φ. αντιστοιχούν με τα μπροστινά άκρα των άλλων σπονδυλωτών, και κατά συνέπεια με τα μπράτσα του ανθρώπου. Η φ. αποτελείται από σκελετό χωρισμένο σε 3… …   Dictionary of Greek

  • φτερούγι — το, Ν πτερύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερύγι ον, υποκορ. τού πτέρυξ, υγος, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π σε διαρκές φ και τροπή τού υ σε ου (βλ. και λ. φτερούγα)] …   Dictionary of Greek

  • πτέρυγ' — πτέρυγα , πτέρυξ wing fem acc sg πτέρυγι , πτέρυξ wing fem dat sg πτέρυγε , πτέρυξ wing fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ichthyopterygian — ichthyopterygian, a. and n. Palæont. (ˌɪkθɪəʊptəˈrɪdʒɪən) [f. Gr. ἰχθυο (see ichthyo ) + πτέρυξ, πτερυγ wing, πτερύγι ον wing, fin + an.] a. adj. Belonging to the Ichthyopterygia, an order of extinct marine reptiles in Owen s classification (1860 …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»